-
1 ιδιοπραγεω
1) поступать в собственных интересах, заботиться о себе лично(ἔχειν ἐξουσίαν ἰ. Diod.)
2) действовать по своему усмотрению, поступать самовольно(παρὲξ τῶν προσταττομένων Polyb.)
См. также в других словарях:
ιδιοπραγώ — ἰδιοπραγῶ, έω (Α) [ιδιοπραγία] 1. ενεργώ σύμφωνα με τη δική μου βούληση («μηδὲν ἰδιοπραγεῑν παρὲξ τῶν προσταττομένων», Πολ.) 2. φροντίζω για τις δικές μου υποθέσεις ανεξάρτητα από τους άλλους, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτε άλλο εκτός από τα… … Dictionary of Greek